Ενθάδε κείται η «κοινωνία» / Here lies Society
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, την τρίτη Τρίτη του μήνα (ονομάζεται prinsjesdag – «ημέρα του πρίγκιπα»), κατά την οποία ο βασιλιάς της Ολλανδίας ανακοινώνει ετησίως τον προϋπολογισμό και τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης για τη νέα χρονιά μπροστά στα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας, ο βασιλιάς Γουλιέλμος-Αλέξανδρος, διαβάζοντας το λόγο του θρόνου, τον οποίο συνέταξε η κυβέρνηση συνεργασίας Φιλελεύθερων και Εργατικών, ανακοίνωσε επίσημα το τέλος του κράτους πρόνοιας στη χώρα. Στη θέση του αποθανόντος verzorgingsstaat προκύπτει ένα σκάρφισμα, ο νεολογισμός «κοινωνία συμμετοχής» (participatie-samenleving), με βασική μορφή κοινωνικοποίησης την «προσωπική ευθύνη» όλων για τη ζωή και το περιβάλλον τους. Η έκπληξη παρ’ όλα αυτά δεν βρίσκεται τόσο στον επικήδειο για το κράτος πρόνοιας, το οποίο άλλωστε είχε αποδυναμωθεί εδώ και δεκαετίες, όσο στον τρόπο με τον οποίο ανακοινώθηκε. Χωρίς να έχει προηγηθεί πολιτική αντιπαράθεση και σχεδόν χωρίς να έχουν συζητηθεί στη Βουλή οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κοινωνικής αλλαγής, ένα κοινωνικό σύστημα παροχών διαμορφωμένο μετά από δεκαετίες αγώνων και συμβιβασμών έπαψε επίσημα να υπάρχει.
Η αιτιολόγηση του νέου status quo βασίστηκε στην κατάσταση της οικονομίας: υπάρχει κρίση άρα πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε. Η αντίφαση της συλλογικής ευθύνης για την κατάσταση της οικονομίας από τη μία και του πλαισίου ατομικής ευθύνης από την άλλη, ακούγεται ως μια ανισορροπία μεταξύ υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, όλοι πρέπει να συνεισφέρουν αρνητικά (κυρίως μέσω της μείωσης των κοινωνικών παροχών), ενώ πρέπει από τώρα και στο εξής να φροντίζουν για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, και όχι για την κοινωνία συνολικά. Οι εξελίξεις αυτές στην Ολλανδία είναι βέβαια μέρος της γενικότερης πολιτικής λιτότητας στην ΕΕ. Είναι συχνές οι συζητήσεις για το αν η λιτότητα φέρνει αποτέλεσμα, και τι αποτέλεσμα είναι αυτό. Πέραν αυτών όμως, γεννάται και το εξής ερώτημα: η πολιτική της λιτότητας αποσκοπεί στην υπέρβαση της οικονομικής ύφεσης (μια από τις φάσεις των οικονομικών κύκλων του καπιταλισμού) ή ανήκει σε μια γενικότερη πολιτική στροφή που δεν έχει ως στόχο την επιστροφή στις ημέρες πριν την κρίση; Γενικότερα υπάρχουν ενδείξεις για το δεύτερο. Άλλωστε στην Ολλανδία δεν ανακοινώθηκε μια προσωρινή αναστολή του κράτους πρόνοιας, αλλά μπήκε η ταφόπλακά του.
Η λιτότητα και τα σχετικά μέτρα στις Κάτω Χώρες έχουν ιστορία ήδη δύο δεκαετιών, από τα μέσα του 1990. Η έξαρση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και ρητορικής είχε αρχίσει ακόμα νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1980, ως αποτέλεσμα της πετρελαϊκής κρίσης του 1973: η υψηλή ανεργία και η αύξηση του εθνικού ελλείμματος οδήγησαν στη συμφωνία Wassenaar, η οποία περιόριζε την αύξηση μισθών και καθόριζε τη συνεργασία συνδικάτων και εργοδοτών για «ανάπτυξη» και «ανταγωνιστικότητα». Ακόμα πιο έντονα μέτρα θεσπίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν για πρώτη φορά σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού αριστερών και δεξιών κομμάτων, το Εργατικό κόμμα και δύο φιλελεύθερα κόμματα, και όταν για πρώτη φορά η πολιτική έπαψε να είναι ζήτημα πάλης ή σύγκρουσης ιδεών και έγινε θέμα διαχείρισης.
Υποθηκευμένα όνειρα
Ενδεικτικά, μία από τις σημαντικότερες ενέργειες της εν λόγω κυβέρνησης του 1994 ήταν η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών κατοικιών. Η Ολλανδία είχε για δεκαετίες ένα από τα πιο αποτελεσματικά συστήματα εξασφάλισης στέγης, με το 1/3 όλων των πολιτών να μένει σε κοινωνική κατοικία, ποσοστό που άγγιζε το 50% στις πόλεις (όπως το Άμστερνταμ). Το βασικό χαρακτηριστικό τέτοιων κατοικιών είναι το χαμηλό ενοίκιο που συχνά μειωνόταν μέσω επιδόματος για χαμηλόμισθους, αλλά και η ισχυρή νομική προστασία των ενοίκων. Από το 1995 έχει γίνει μια πολιτική εκστρατεία να αγοραστούν τα κοινωνικά σπίτια από τους πολίτες, ώστε να υπάρξει γενικευμένη ιδιοκατοίκηση και να εμπορευματοποιηθεί η κατοικία, προκειμένου να διανοιχθεί η αγορά της στέγης στην κερδοσκοπική δραστηριότητα. Την τελευταία δεκαετία, πολλοί αγοραστές κατοικούσαν στα σπίτια τους για περίπου πέντε χρόνια και μετά πουλούσαν το ακίνητο, κερδίζοντας από 5.000 μέχρι και 50.000 ευρώ. Με δεδομένη την τρέχουσα κρίση στην αγορά στέγης που άρχισε το 2008, το αποτέλεσμα αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο θέμα της κατοικίας είναι η αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σε όλη τη χώρα, που η αναλογία του προς το διαθέσιμο εισόδημα αγγίζει σήμερα το 300%, λόγω των υποθηκευμένων σπιτιών, τα οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αξίας τους.
Σήμερα η υπεράσπιση των κοινωνικών κατοικιών θεωρείται παρωχημένη και, όπως και συμβαίνει με το κοινωνικό κράτος, είναι σχεδόν αδύνατο να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ της. Παρ’ όλα αυτά οι παρενέργειες της ριζοσπαστικής αλλαγής στο θέμα της στέγης είναι έντονες, ιδιαίτερα σε πόλεις όπως το Άμστερνταμ, με αποτέλεσμα η κινητικότητα μεταξύ κατοικιών να είναι πολύ δύσκολη. Όταν κανείς αποκτήσει το δικαίωμα να μείνει σε μια κοινωνική κατοικία δεν παραιτείται σχεδόν ποτέ από αυτό για δύο λόγους: η επίτευξή του μπορεί να έγινε με πολύ μεγάλη αναμονή (ακόμα και 15 χρόνια), ενώ αν κανείς αφήσει το σπίτι, χάνει πια την πρόσβαση σε άλλο. Βέβαια συχνά οι ένοικοι καταχρώνται την υψηλή ζήτηση κατοικίας στην ολλανδική πρωτεύουσα και υπενοικιάζουν παράνομα τις κοινωνικές κατοικίες τους, ειδικά σε μη Ολλανδούς πολίτες. Με δεδομένη την αύξηση της ιδιοκατοίκησης (γύρω στο 40-50%), η εναλλακτική για τους καινούριους κατοίκους είναι μια πολύ περιορισμένη αγορά ιδιωτικής ενοικίασης (περίπου 10-20% του συνόλου των κατοικιών) με ενοίκια που κυμαίνονται για παράδειγμα στα 1.200 ευρώ το μήνα για ένα δυάρι, 5 χλμ. από το κέντρο. Το Άμστερνταμ, που υπήρξε ιστορικά μια πόλη εσωτερικής και διεθνούς μετανάστευσης, έχει δημιουργήσει πολύ δύσκολες συνθήκες για την κινητικότητα και γίνεται όλο περισσότερο τόπος κατοικίας αποκλειστικά για ανθρώπους με υψηλά εισοδήματα.
«Αποδοτικότητα» και τέχνη/μόρφωση/υγεία
Πολύ σημαντικές μεταβολές επήλθαν όμως και στις παροχές για την τέχνη, τη μόρφωση και την υγεία, οι οποίες ήταν συχνά παραπάνω από αξιοπρεπείς. Ήδη, για παράδειγμα, από το 1956, υπήρχε ξεχωριστό επίδομα για καλλιτέχνες. Μετά από διάφορες αλλαγές και ακυρώσεις κατά περιόδους, το επίδομα είχε διαμορφωθεί από το 1999 στο 70% του βασικού μισθού και δινόταν μέχρι τέσσερα χρόνια σε καλλιτέχνες που μπορούσαν να στήσουν μια προσοδοφόρα επιχείρηση, χωρίς να διδάσκουν, μόνο μέσα από εκδηλώσεις, εκθέσεις κ.λπ. Το 2012 η ολλανδική κυβέρνηση το κατάργησε και στη θέση του εισήγαγε σύστημα δανείων. Μια καλλιτέχνης που παρευρέθηκε σε συναντήσεις σχετικά με το επίδομα πριν και μετά την κατάργησή του, άκουσε από τους ίδιους υπεύθυνους τις αντίθετες συμβουλές στις δύο συναντήσεις: πρώτα (προς τα τέλη του 2011) αποθάρρυναν τους καλλιτέχνες να διδάσκουν, και τους συνιστούσαν να επιβιώσουν μονάχα από την τέχνη, ενώ δύο μήνες μετά (το 2012) τους παρότρυναν, αντιθέτως, έντονα να διδάσκουν για να ζήσουν.
Αντίστοιχα, με βάση τον νέο προϋπολογισμό τα έξοδα για την παιδεία μειώνονται δραστικά και θα ακολουθήσουν απολύσεις εκπαιδευτικών (μετά από πολλούς επιστάτες και γραμματείς). Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα μείωσης παροχών είναι ότι, ενώ υπάρχει η δυνατότητα για μια μη Ολλανδή φοιτήτρια που εργάζεται 32 ώρες το μήνα να παίρνει επίδομα περίπου 250 ευρώ το μήνα, από το 2014 οι ώρες ανεβαίνουν στις 56 ανά μήνα. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ πριν μπορούσε καμία να εργάζεται για 8 ώρες μία φορά την εβδομάδα και να σπουδάζει καθημερινά, από τη νέα χρονιά θα πρέπει να εργάζεται σχεδόν δύο φορές την εβδομάδα.
Στο θέμα της υγείας, το σύστημα παραμένει ένα από τα πιο κοινωνικά στον κόσμο, παρότι εδώ και χρόνια έχει διαμορφωθεί μια λογική αποτροπής των ασθενών από τη θεραπεία. Τα νοσοκομεία της Ολλανδίας είναι ιδιωτικά, μη κερδοσκοπικά και ιδιαίτερα προηγμένα, ενώ η ασφάλιση δεν βασίζεται στην ηλικία ή την κατάσταση υγείας του ασφαλιζόμενου (όπως στις ΗΠΑ). Έτσι οι (ιδιωτικές) ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να παρέχουν ασφάλιση σε όλους (όπως και όλοι είναι υποχρεωμένοι νομικά να έχουν ασφάλιση). Επίσης οι χαμηλόμισθοι δικαιούνται επίδομα το οποίο μειώνει το κόστος της ασφάλισής τους γύρω στα €50/μήνα (χωρίς το επίδομα το ποσό είναι τώρα περίπου €100/μήνα). Παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια υπάρχει συζήτηση για το κόστος του συστήματος και την οικονομική «αποδοτικότητά» του. Αυτή η τάση αποφυγής του κόστους έχει οδηγήσει τους παθολόγους (τους οποίους πρέπει κανείς να επισκεφθεί πάντα προτού πάει σε κάποια εξειδικευμένη γιατρό) να λειτουργούν ως φύλακες «προ των πυλών» του νοσοκομείου. Στα 15 λεπτά που έχει κανείς δικαίωμα να δει τον παθολόγο, υπάρχει συχνά μια συνειδητή προσπάθεια να μην επισκεφθεί ο ασθενής πιο εξειδικευμένη νοσοκομειακή γιατρό. Αντίθετα ενθαρρύνεται να κάνει υπομονή μέχρι να περάσει το οποιοδήποτε πρόβλημα, οδηγώντας συχνά σε επιπλοκές, όπως αιφνίδιες επεμβάσεις λόγω ολιγωρίας.
Παράλληλα, η συνταγογράφηση είναι χαμηλή (σε ακραία αντίθεση με την Ελλάδα) και συχνά ακούγονται ιστορίες ασθενών που ταλαιπωρούνται για καιρό χωρίς αποτέλεσμα. Ενδεικτικά το τεστ Παπανικολάου γίνεται μονάχα κάθε 5 χρόνια αφότου μια γυναίκα γίνει 30 ετών και οι γενικές προληπτικές εξετάσεις ρουτίνας δεν είναι συνηθισμένες. Ειδικά στο χώρο της υγείας τείνει να κυριαρχήσει η νεοφιλελεύθερη λογική της «αποδοτικότητας» και της εμπορευματικής παροχής θεραπείας και πρόληψης, παρότι η υγεία έχει πρωταρχική σημασία για τους πολίτες, οι οποίοι την έχουν ανάγκη και αναζητούν καλή περίθαλψη. Είναι λοιπόν είναι ένα από τα πιο ελκυστικά πεδία για την ελεύθερη αγορά, δεδομένου ότι η πιθανή κερδοφορία είναι σχεδόν απεριόριστη.
Ωρομίσθιο 2,5 ευρώ και 37 αεροσκάφη F-35
Οι κοινωνικές παροχές του ολλανδικού κράτους αποτελούν μια ευχάριστη έκπληξη για οποιονδήποτε έρχεται για πρώτη φορά στην Ολλανδία: επίδομα για ενοίκιο, για ασφάλιση, για καλλιτέχνες, για σπουδαστές που εργάζονται κ.ά., αν και οι περισσότερες παροχές αυτού του είδους σήμερα είτε έχουν συρρικνωθεί είτε δεν υπάρχουν. Άλλες πτυχές της ολλανδικής κοινωνίας όμως χρειάζεται περισσότερος καιρός να γίνουν αντιληπτές: η αυξανόμενη ξενοφοβία, ο υπόγειος σεξισμός και μια άστοχη αλαζονεία για το ολλανδικό οικονομικό και κοινωνικό «θαύμα». Το εν λόγω «θαύμα» έχει όψεις που αιφνιδιάζουν. Ήδη από το 1974, ο μισθός των εφήβων είναι επίσημα μειωμένος και εν έτει 2013 φαντάζει τραγελαφικός: για έναν 15χρονο εργαζόμενο (όπως αυτούς που δουλεύουν στο σουπερμάρκετ Albert Heijn) είναι €2,5/ώρα και ανεβαίνει στα €3,75/ώρα στα 18 έτη. Μόνο όταν κανείς γίνει 23 πληρώνεται με το επίσημο ελάχιστο των €8,375 ανά ώρα. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ολλανδία εργάζεται πάνω από το 50% των νέων 15-19, οι οποίοι απολύονται μαζικά αρκετά πριν φτάσουν στην ηλικία στην οποία δικαιούνται τον βασικό μισθό.
Είναι άλλωστε προφανές ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις δεν μπορούν να διατηρηθούν από μόνες τους. Υπάρχει μια συνεχής πιεστική και ανισόρροπη «διόρθωση» από το οικονομικό σύστημα, νεοφιλελεύθερο στην προκείμενη μορφή του, εις βάρος της δίκαιης διανομής του πλούτου. Ο Ντάισελμπλουμ, υπουργός οικονομικών της Ολλανδίας, τόνισε ότι ήρθε η ώρα για την κοινωνία να μην κοστίζει τόσο και για τους πολίτες να είναι υπεύθυνοι για τον εαυτό τους, ενώ τις ίδιες μέρες η ολλανδική κυβέρνηση κανόνιζε να αγοράσει 37 μαχητικά αεροσκάφη F-35 για 4,5 δισ. ευρώ.
Η ανακοίνωση του βασιλιά για το τέλος της εποχής του κράτους πρόνοιας δεν αποτελεί έκπληξη αλλά επιβεβαίωση. Η πολιτική της χώρας έχει κάνει τη νεοφιλελεύθερη στροφή εδώ και δεκαετίες. Η έκπληξη είναι ότι υπήρξε πολύ μικρή πολιτική αντίσταση μεταξύ των κομμάτων, ειδικά σε μια κοινωνία που προτάσσει συχνά το χαρακτήρα της ως συναινετικής και συμμετοχικής. Με ένα «πυλωνικό» σύστημα θεσμικού διαχωρισμού των κοινωνικών ομάδων (verzuiling), η ολλανδική κοινωνία είχε ιστορικά χωριστεί σε διάφορους σχηματισμούς, όπως καθολικούς, σοσιαλιστές και προτεστάντες, με δικά τους ΜΜΕ, νοσοκομεία, σχολεία, σωματεία κ.ά. Αυτός ο διαχωρισμός γέννησε το polder[1] model, μια μη συγκρουσιακή μορφή διακυβέρνησης, βασισμένη στον διάλογο και τη συναίνεση. Με τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να έχουν δημιουργήσει στην παρούσα φάση κυβέρνηση συνασπισμού (Φιλελεύθεροι και Εργατικοί), η αντίσταση στα νέα μέτρα λιτότητας ήταν, το λιγότερο, περιορισμένη. Η διαφωνία τους δεν είναι αν θα διαλύσουν το κράτος πρόνοιας αλλά το πόσο γρήγορα θα γίνει αυτό.
Η αντίσταση στις διεργασίες κατάλυσης του κράτους πρόνοιας στην Ολλανδία, και πλήρους αντικατάστασής του από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, είναι περιορισμένη αλλά υπαρκτή. Στις 21 Σεπτεμβρίου, τέσσερις μέρες μετά την ανακοίνωση του βασιλιά, έγινε στο Άμστερνταμ διαδήλωση 5.000 ατόμων κατά της λιτότητας. Πέραν αυτού, τα τελευταία 3-4 χρόνια έχουν γίνει πολλές απεργίες, όπως οδηγών λεωφορείων, καθαριστών σε πανεπιστήμια και υπαλλήλων του δήμου. Η κυβέρνηση στην παρούσα φάση δεν είναι καθόλου δημοφιλής και δέχεται γενικότερη κριτική ακόμα και μέσα στη βουλή από άλλα κόμματα. Οι αλλαγές όμως επιβάλλονται και, το σημαντικότερο, η πολιτική συζήτηση έχει περιοριστεί σε ένα τεχνοκρατικό σχέδιο διάσωσης της «οικονομίας». Το μέλλον διαμορφώνεται με βάση τους «δείκτες» και την «πραγματικότητα», αντί της ιδεολογίας και της αντιπαράθεσης ιδεών.
Μετά τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Ολλανδία, αναδεικνύονται δύο πτυχές της ανακοίνωσης του τέλους του κράτους πρόνοιας. Από τη μία, φαίνεται παρωχημένη η υπεράσπιση ενός συστήματος παροχών που βασίζεται μεν σε κοινωνικά αναγκαίες υποκειμενικές συνθήκες (πάλη και αγώνες των εργατών) αλλά ξεπερασμένες δε αντικειμενικές συνθήκες: μεταπολεμικά η οικονομία της Ολλανδίας βασιζόταν σε υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην εργασία, τουλάχιστον από τους άντρες, ενώ ήταν διαδεδομένο να δουλεύει κανείς για δεκαετίες στην ίδια δουλειά. Πέραν αυτού, το κράτος πρόνοιας εκείνης της περιόδου εν μέρει παράχθηκε ώστε να κατευνάσει το εργατικό κίνημα. Αντίθετα, με δεδομένες τις εγγενείς αδυναμίες του καπιταλισμού, που οδήγησαν σε νέες συνθήκες εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες (αβεβαιότητα εύρεσης εργασίας, έλλειψη μονιμότητας, ‘ευελιξία’ και ρευστότητα), ένα τέτοιο σύστημα κοινωνικών παροχών χρειάζεται, το λιγότερο, να επαναπροσδιοριστεί (π.χ. σήμερα οι ελεύθεροι επαγγελματίες στην Ολλανδία αγγίζουν το 16% και έχουν ασαφή θέση σε ένα τέτοιο σύστημα).
Από την άλλη, κατά συνέπεια, γεννάται η ανάγκη ανεύρεσης ενός νέου τρόπου (ανα)διανομής του πλούτου. Ο νεοφιλελευθερισμός στην Ολλανδία προτείνει τη λύση «ο καθένας μόνος και όποιος αντέξει», με την ελεύθερη αγορά να παίζει το ρόλο του συντονιστή. Και η παράφωνη επίκληση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας είναι ακριβώς ότι δεν τίθεται θέμα ιδεολογίας αλλά «ρεαλισμού». Το κράτος πρόνοιας αποκαλείται μη αποδοτικό αλλά δεν αποσαφηνίζεται για ποιον συγκεκριμένα. Τα ερωτήματα που προκύπτουν επομένως είναι αν θα έπρεπε να υπάρχουν παροχές που είναι αναφαίρετα δικαιώματα για όλους (παιδεία, υγεία, κατοικία;), ποιες υποχρεώσεις είναι αντίστοιχα απαραίτητες, αλλά πρωτίστως αν έχει ρόλο η συλλογικότητα στη διανομή του πλούτου: πρέπει να παράγουμε όλοι για όλους ή ο καθένας για τον εαυτό του;
Γιάννης Τζανίνης
Υ.Γ.Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο εντυπο "λεύγα 12" το Φθινόπωρο του 2013
[1] Το πόλντερ είναι μια τεχνητά περιφραγμένη επιφάνεια εδάφους που περιέχει νερό.
Here lies Society
On prinsjesdag (‘prince’s day’), the third Tuesday of September, the king or queen of the Netherlands sits on the royal throne, in front of the highest echelons of political power, and announces the country’s budget and the government’s policy for the coming year. On 17 September 2013, king Willem-Alexander officially announced the end of the welfare state in the country. While reading the speech written by the joint government of the Liberals and the Labor Party, in place of the defunct verzorgingsstaat he trumpeted the neologism "participation society” (participatie-samenleving). The basic form of socialization of such a contrivance is the “personal responsibility” of everyone for themselves and their own environment. The obituary of the welfare state is not a big surprise since it has been weakened in the Netherlands for decades. The surprise is the way in which the announcement was made. Virtually without any political debate in the parliament regarding the impact of such social change, the decades-long social benefit system, produced by long years of struggles and compromises, ceased to exist.
The new status quo was justified through the state of the economy: “there is a crisis, therefore we must all contribute”. However, the contradiction between on the one hand collective responsibility for the economy’s state and on the other hand personal responsibility for oneself seems like an imbalance between rights and obligations. In other words, everyone must contribute negatively (mainly through the cutbacks of social benefits), while caring from now on only for themselves and their family, and not for society at large. These latest events in the Netherlands are part of the general austerity policy in the EU. There are of course debates whether austerity is effective, and in what ways. Nonetheless, another question arises as well: is austerity policy aiming at solving the economic recession (one of capitalism’s economic cycle phases) or is it part of a general political turn, never aiming at returning to the days before the crisis? There are clear indications of the second; besides, the Dutch king did not announce the welfare state’s suspension, but its tombstone.
Austerity measures in the Netherlands already have a 20-year old history, since the mid-1990s. Neoliberal policy and rhetoric in the country had begun even earlier in the 1980s as a result of the 1973 oil crisis: high unemployment and the rising national deficit led to the Wassenaar agreement, establishing wage control and union-employer cooperation for “growth and profitability”. In the mid-1990s though there were even harsher measures by the new ‘purple’ coalition of the Left and the Right (Labor and Liberals), and for the first time politics were transforming into a matter of management in place of an ideological struggle.
Mortgaged dreams
One of the most influential actions of the 1994 government was the privatization of social housing. The Netherlands had for decades one of the most beneficial housing systems, with 1/3 of its citizens living in social housing until a decade ago (reaching 50% in cities like Amsterdam). The key features of these houses are the low rent, often subsidized through an allowance for low-incomes, and the strong legal protection for tenants. Since 1995 there has been a political campaign favouring housing purchase and promoting home-ownership. Housing has been widely commodified, leading the market toward greater speculation even among home-occupants. In the last decade many buyers have been living in their homes for about five years and then selling their property, often profiting between € 5.000 up to € 50.000. Given the current housing market slump that began in 2008 however, the result of such neoliberal housing policy is a nation-wide private debt of 300% of GDP, mainly due to the mortgaged houses which in many cases have lost much of their value.
Nowadays defending social housing is considered obsolete, and similarly with the welfare state, it is almost impossible to argue in its favor. However, the side-effects of radical change in the housing conditions are pervasive, especially in cities like Amsterdam, making mobility and flexibility between housing difficult. When someone becomes entitled to a social house, she does not waive that right almost never for two main reasons: getting it might have involved a very long wait in the first place (sometimes 15 years), while if she left the house, she would lose access to another. In addition the tenants often abuse the high housing demand in the Dutch capital and illegally sublet social housing, especially to non-Dutch citizens. Given the growth of home ownership (around 40-50%), the alternative for necomers is a very limited private market (about 10-20% of all homes) with rents averaging €1200/month for two bedrooms, 5 km from the center. Amsterdam, historically a city of national and international migration, has created very difficult conditions for mobility between homes and is becoming increasingly exclusive for people with high income.
"Efficiency" and education/health/art
Other characteristic changes in the welfare state have been implemented in art, health and education, sectors with formerly rather decent provisions. Already in 1956 for example there was a separate allowance only for artists. After various changes and cancellations, the allowance had been formed since 1999 to 70% of the minimum salary and was provided for four years to artists who would set up a viable business, without teaching but only through events, exhibitions etc. In 2012 however, the Dutch government abolished it and in its place introduced a loan system. A personal friend who is an artist, attended relevant meetings before and after the subsidy’s repeal and heard by the same officials contradictory advice during the two separate meetings: in the first (in late 2011) they explicitly discouraged artists from teaching but instead to subsist only by their own art production, while two months later (in 2012) they strongly exhorted them to teach in order to be economically efficient.
Similarly, under the new budget, the expenses for education are drastically reduced and teacher layoffs are planned (following janitor and secretary layoffs). A specific example of reducing benefits is that while it is currently possible for a non-Dutch student who works 32 hours/month to receive a €250/month subsidy, from 2014 onwards the amount of necessary hours climbs to 56/month. This means that whereas before one could work for eight hours/week while studying, from the coming year one will have to work almost twice a week and study the other days.
Regarding health-care, the Dutch system remains one of the most social in the advanced capitalist world, although neoliberal policies are increasingly applied and doctors are pushed to discourage patients from seeking proper treatment. The Dutch hospitals are private, non-profit and highly advanced, while health insurance is not based on age or health status of the insured (as in the U.S.), forcing (private) companies to provide insurance to all (while everyone is legally required to have insurance). Also the low-incomes are entitled to a subsidy, reducing the insurance cost by €50/month (the full amount is now about €100/month). However in recent years there has been discussion about the cost of the system and its economic “efficiency”. This tendency to avoid costs has led general practitioners (who must be visited before one goes to the specialist) to be the ‘gatekeepers’ of hospitals. During the 15 minutes one gets to meet with the practitioner, there is often a conscious effort to deter the patient to seek specialized help. On the contrary, the patient is encouraged to endure the problem until it passes, sometimes leading to complications such as irregular surgery because of neglect. Furthermore, prescribing medicine is low (one often hears stories of patients who suffer long without result) and preemptive exams are rare. It’s indicative that the Pap test is done only every five years after a woman turns 30, while preventive gynecological examinations are not even possible. Especially on health issues, the neoliberal logic of "efficiency" and the commodification of treatment and prevention are amplifying. Health-care it is one of the most attractive objects for the free market; its potential profitability is almost limitless, given that the social interest and need for it can be very high for everyone.
2.5 euros/hour and three dozen F-35s
Seven years ago, when I moved to the Netherlands from Greece as a student, I felt a pleasant surprise each time I discovered the benefits of the welfare state: allowance for rent, for insurance, for artists, for working students etc. Of course, as I discussed, most such benefits are now either reduced or defunct. Other aspects of Dutch society though needed more time to be understood: the growing xenophobia, the ever-present sexism and an arrogant misplaced pride of the Dutch social and economic 'miracle'. This 'miracle' has unexpected aspects: already since 1974, a teenager’s salary is officially lower than the national minimum and in the year 2013 it seems absurd: the wage of a 15-year old worker (e.g. working for the supermarket chain AH) is €2.5/hour, rising to € 3.75/hour for 18-year olds. Only when one becomes 23 does the official minimum of €8.4/hour apply. Indicatively over 50% of the 15-19 year-olds are employed in the Netherlands, getting laid off en-masse long before they reach the age of 23.
As time went by while living in Amsterdam, I also began to realize that the social demands and successes are not retained by themselves. There is a constant compelling and imbalanced 'correction' by the capitalist system, in its present neoliberal form, towards the detriment of fair wealth distribution. Dijsselbloem, the Dutch finance minister, said it was time for society to not cost so much and for citizens to be responsible for themselves, while the same days the Dutch government was arranging to buy 37 F-35 fighter-jets for 4.5 billion euros.
The announcement of the king ending the era of the welfare state is not a surprise but a confirmation. National policy made the neoliberal turn already decades ago. The surprise is that there was little political resistance among the parties, considering Dutch society often promotes itself as consensual and participatory. With a 'pillarized' system of institutional separation (verzuiling), Dutch society was historically divided into several group formations, such as catholics, protestants and socialists, each with their own media, hospitals, schools, unions etc. This separation gave birth to the polder[1] model, a non-confrontational form of governance based on dialogue and consensus. With the two most popular parties having currently created a ‘purple’ government (Liberals and Labor), resistance to new austerity measures has been at the least, limited. The disagreement is not whether to dismantle the welfare state, but how quickly.
The resistance to the dissolution of the welfare state in the Netherlands, and its complete replacement by the neoliberal model, is still existent. On September 21, four days after the announcement of the king, there was an anti-austerity demonstration of 5,000 people in Amsterdam. More recently, on November 30, 10,000 protesters in Utrecht demonstrated for better purchasing power and a “decent wage raise”. Moreover, in the last 3-4 years there have been strikes by bus drivers, cleaners in universities and waste collectors. Currently the government has little popular support and receives general criticism within the Parliament by other parties. The changes have been imposed nonetheless, and most critically, the political debate has been reduced to a technocratic babble about bailing out the "economy." Already the future is discussed on the basis of "indicators" and "reality" instead of ideologies and the confrontation of ideas.
It seems currently obsolete to defend a welfare system which was developed on different social structures and objective factors. The post-WWII Dutch economy was based on high labor participation, at least by males, while it was common for workers to be employed at the same occupation for their economically active life. Contrary, given capitalism’s inherent instability, the working conditions of the past few decades have changed (work insecurity and precarity, ‘flexibility’ and fluidity) and welfare systems need at least to be redefined (e.g. 16% of Dutch workers are currently freelancers, their place in the provision-system being rather fuzzy). And let’s not forget that the welfare states were partly developed to appease and coerce the labor movement.
Consequently there is a need to produce another way of wealth (re)distribution. Neoliberalism in the Netherlands holds firm and is pushing the mottos “dog-eat-dog” and “last man standing”, with the free market being some sort of coordinator. And the discordant invocation by neoliberal ideology is that it is not about ideology but “realism”. The welfare state has been deemed inefficient but it is not clear for whom. Hence, such a claim implies an uncertainty whether there should be any natural rights for all (education, health, housing?) and focuses instead only on which obligations are necessary. Primarily though the question should be what the role of collectivity in wealth distribution is: should we all produce for all or each for themselves?
Yannis Tzaninis
[1] Low-lying tracts of land enclosed by embankments.