Bardastadir
Bardastadir
Ανοίγω τα μάτια. Που βρίσκομαι; Ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά. Κοιτάω το ρολόι. Λέει 10 το βράδυ. Περίεργο. Ο ουρανός συννεφιασμένος. Ένα υδάτινο spray στο πρόσωπο. Βγάζω το χέρι από τη τσέπη να σκουπιστώ. Αισθάνομαι το παγωμένο αγιάζι. Κάποιος θα περάσει να με πάρει. Περιμένω ώρα. Χωμάτινος ο δρόμος, δύσκολο το βλέπω. Η βροχή και το αγιάζι επιμένουν. Να βρω την άσφαλτο. Ποιά άσφαλτο; Ψάχνω για τη στάση του λεωφορείου. Πουθενά. Αγναντεύω στα δεξιά μου, χάνεται ο δρόμος στους μαύρους λόφους. Από την άλλη δεν ξεχωρίζω τίποτα από την ομίχλη που κατηφορίζει κατά τη θάλασσα. Έχει θάλασσα. Που να τη δω; Ένα με το πάνω. Ρε τι είναι τούτο; Κοιτάω πίσω. Μια μπλε πινακίδα πάνω σ΄ ένα ξύλινο πάσαλο δείχνει ένα στενό λασπωμένο χωματόδρομο. Γράφει κάτι πάνω. Από κάτω ένα κίτρινο κουτί. Κατά που να πηγαίνει; Περπατάω ώρα. Κάτι ξεπροβάλει μέσα στο βάθος. Μια εκκλησία. Να ΄ναι ανοιχτή; Ανοίγω τη μικρή λευκή πόρτα στον αυλόγυρο, καλά πάμε. Η πόρτα του ναού ξεκλείδωτη. Όλα ξύλινα. Κάτι σαν πιάνο σε μια άκρη. Οι τοίχοι άδειοι. Στο βάθος ψηλά, ζωγραφιστός ο Ναζωραίος. Μόνος. Για στάσου λες. Και ποιός προσεύχεται εδώ; Δεν μπορεί, θα υπάρχουν άνθρωποι τριγύρω. Πρέπει να συνεχίσω. Βγαίνω. Από ΄κει ήρθα, ας πάω από την άλλη. Μπαίνω στο κοιμητήριο. Το μπόι στο χορτάρι χαμηλό, φρεσκοκομμένο. Το μόνο που το ξεπερνά είναι τα ξύλινα και μεταλλικά σύμβολα. Λιγοστά με κάτι χαραγμένες παραστάσεις σαν κι αυτές των ερωτευμένων στα παγκάκια των πάρκων. Ξεχώρισα μια βάρκα με το βαρκάρη πάνω να κωπηλατεί. Ο δρόμος συνέχιζε κατά τη θάλασσα. Κάτι λευκοί κοντόχοντροι κύλινδροι ξεχώριζαν πάνω στη πράσινη επίπεδη έκταση. Τεράστιοι, σαν τις ρόδες από τις πολιορκητικές μηχανές. Όταν τους άγγιζες με το δάκτυλο το κέλυφος ήταν μαλακό. Κάτι σαν χορτάρι είχαν μέσα. Άσε τις αναζητήσεις λέω και προχώρα, να δούμε πως θα τη βγάλουμε απόψε. Δεν αργούν να φανούν τα πρώτα κτίσματα. Μεταλλικά, ντυμένα με ondule λαμαρίνα. Τεράστια κι αυτά όπως οι κοντόχοντροι κύλινδροι. Από μια χαραμάδα βλέπω τρακτέρ και αγροτικά μηχανήματα. Καλά πάμε, ξαναλέω και συνεχίζω. Να ένα κανονικό όχημα, να και ποδήλατα ακουμπισμένα στη σκάλα, γλαστράκια με λουλούδια, μια μικρή πινακίδα να γράφει 1872 και κάτι τεράστια μαύρα βότσαλα ζωγραφισμένα με κάτι ασχημόφατσες. Το κτίσμα ξύλινο ντυμένο μ΄ αυτή τη κυματιστή λαμαρίνα. Έχει φως. Φως; Μα δεν είδα καλώδια, κολώνες και διάφορα τέτοια. Να χτυπήσω; Τι άνθρωποι μπορούν να ζουν εδώ; Στην εξορία του Αδάμ, μακριά από τον "πολιτισμό" μέσα σ΄ αυτό το αφιλόξενο τοπίο; Έχουν και παιδιά, αγρίμια θα είναι. Τι να κάνεις όμως, στην ανάγκη τους είσαι. Χτυπάς λοιπόν και σου ανοίγουν. Μιλούν όλοι Αγγλικά, ακόμα ο παππούς και η γιαγιά. "Που βρίσκομαι;" μονολογώ. Τακτοποιημένα όλα. Πάστρα, ένα μεγάλο παράθυρο αγναντεύει κατά τη θάλασσα, βιβλία στα ράφια, μερικές γλάστρες στο εσωτερικό περβάζι, ασπρόμαυρες φωτογραφίες με το παρελθόν να ΄ναι παρόν και ένα χάδι από τη μουσική του Kjartan Sveinsson. "Καλά πως βρέθηκες εδώ;" με ρωτούν εν χορώ. "Ξέρω ΄γω, άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα εδώ". "Δεν πέρναγε τίποτα από τον κεντρικό δρόμο και είπα να......"."Μια φάρμα είμαστε. Αγρότες, ψαράδες και κτηνοτρόφοι. Εδώ ζούμε. Τα ζώα - πρόβατα βασικά - ζουν λεύτερα στις ερημιές του τόπου. Για το χειμώνα βαστάμε το χορτάρι στους σάκους. Οι ψαριές είναι καλές. Τα παιδιά τα παίρνει λεωφορείο κάθε μέρα για το σχολείο. Είναι λίγο μακριά από δω, στα 25Km, αλλά κρατάνε το δρόμο ανοικτό το χειμώνα. Το ρεύμα έρχεται υπόγεια. Δεν έχουμε βέβαια σινεμά, θέατρο, ταβέρνες, μπαράκια, μαγαζιά, ακόμα και οι γείτονες είναι καμιά 10καριά χιλιόμετρα μακριά". "Αυτά από το 1872;" "Ναι από τότε, εδώ ζούμε, εδώ πεθαίνουμε, αυτές είναι οι ρίζες μας, αλλά να, θέλαμε..............."."Τι θέλατε ρε παιδιά;". " Μας κατάστρεψαν οι τράπεζες, χάσαμε τα λεφτά μας, το μέλλον των παιδιών μας. Όλα είναι στο διπλάσιο τώρα. Καύσιμα, ανταλλακτικά, εφόδια, όλα". "Μα εδώ ούτε οι Σπαρτιάτες δεν θα ζούσαν έτσι". "Τι τις θέλατε τις τράπεζες; " Ναι, αλλά......" Δεν ξέρω τι να πω. Σκέφτηκα το απέριττο, το μέτρο, τη δύναμη απέναντι στο χρόνο, στη παράδοση και τη φύση. Ωστόσο δεν μπορούσα να φανταστώ την αυτοκαταστροφή, την αλαζονεία και το πέρασμα σε μια ατραπό ανατροπής αυτής της εξέλιξης. "Μα που είμαι κραύγασα;". "Είσαι 27 παράλληλους πάνω από τη χώρα σου. Στη φάρμα μας. Μας βρέχει η θάλασσα της Γροιλανδίας". Ρε μπας και είναι αυτοί που είπανε δεν πληρώνουμε τα χρέη των τραπεζών; Αυτοί που ρίξανε τους συντηρητικούς το 2009 και βγάλανε τους κεντροαριστερούς; Αυτοί που βγάλανε τη γλώσσα στο καθώς πρέπει; Να δεις που είναι αυτοί. " Άκου φίλε. Τα δικά σας χάλια είδαμε και είπαμε να αλλάξουμε ρότα". "Και τώρα;"." Τώρα είπαμε χάρισμά τους τα € και η βοήθεια τους. Και αυτούς που μας τάραξαν στους φόρους και στις υποσχέσεις τέσσερα χρόνια τους στείλαμε σπίτι τους". "Τους κεντροαριστερούς;" "Αυτούς". Έσκυψα το κεφάλι και πέρασα τις παλάμες μου στον αυχένα μου . Εδώ είναι Ισλανδία, δεν είναι "παίξε γέλασε", σκέφτηκα. Τώρα πως αυτή η ράτσα έφτασε ως εδώ, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Τους ευχαρίστησα για τη φιλοξενία, έριξα μια τελευταία ματιά κατά τη δύση από το παράθυρο, άνοιξα την ξύλινη πόρτα και βρέθηκα πάλι στο λασπωμένο χωματόδρομο. Ήταν περασμένες 11 και ακόμα είχε φως. Πάλι στα ίδια βρέθηκα. Πλάι στην μπλε πινακίδα. Έγραφε Bardastadir. Έκλεισα τα μάτια μπας και επανέλθω, αλλά τίποτα. Όσο ο ηλιάτορας χανόταν στο νερό, τόσο το κρύο απλωνόταν στην Ισλανδική ύπαιθρο. Δεν περνούσε και κάποιος να με πάρει.......... Κείμενο - φωτογραφία Γιώργος Τζανίνης Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ" φύλλο Νο23http://diadromespress.blogspot.gr/